- καταλάμπεσθαι
- καταλάμπωshine uponpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπάδιος — λαμπάδιος, ία, ον (Α) [λαμπάς] 1. αυτός που φέρει λαμπάδα, λαμπαδηφόρος 2. αυτός που ανήκει σε λαμπάδα («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek